Η θεωρία του δεσμού: Πώς τα παιδιά μπαίνουν σε ρόλο γονέα και ποιες είναι οι επιπτώσεις

Η θεωρία του δεσμού ξεκίνησε ως απάντηση στους περιορισμούς της ψυχαναλυτικής θεωρίας, η οποία έδινε έμφαση σε ενδοατομικούς παράγοντες. Ερευνητές όπως ο John Bowlby, η Mary Ainsworth και άλλοι, αμφισβήτησαν την ιδέα ότι η ανάπτυξη της νεύρωσης σχετίζεται με τις ορμές και τα ατομικά ψυχικά ένστικτα. Μαζί με άλλους, πολέμησαν το κυρίαρχο ρεύμα της ψυχιατρικής και πήραν τη ριζικά διαφορετική θέση ότι η σχέση μεταξύ μητέρας και παιδιού ήταν ο θεμέλιος λίθος για την αίσθηση ασφάλειας του παιδιού.

Ο Bowlby (που θεωρείται ο θεμελιωτής της θεωρίας της προσκόλλησης) εξέτασε τον δεσμό μητέρας-παιδιού από ηθολογική άποψη (Bowlby, 1969, 1973). Εστίασε σχετικά με το ρόλο της προσκόλλησης στην επιβίωση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειες του βρέφους έχουν ενστικτώδη κίνητρο για να μεγιστοποιήσουν την εγγύτητα με τη μητέρα. Η διατήρηση μιας τέτοιας εγγύτητας προάγει την ασφάλεια και παρέχει μια σταθερή βάση για το παιδί. Ο Bowlby εισήγαγε την έννοια των «εσωτερικών μοντέλων εργασίας» ως έναν τρόπο να εξηγήσει πώς η αίσθηση του εαυτού του παιδιού αναπτύσσεται από τη σχέση με τη μητέρα και την ικανότητά της να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού.

Κατά τη διάρκεια πολλών ετών, η Ainsworth μελέτησε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μητέρων και των παιδιών τους και εντόπισε τρία κύρια πρότυπα προσκόλλησης:

(α) ασφαλή προσκόλληση

(β) αγχώδης προσκόλληση

(γ) αγχώδης – αποφευκτική προσκόλληση

Μόνο το πρώτο πρότυπο, η ασφαλής προσκόλληση, θεωρείται ότι βοηθά τα παιδιά να εξελίσσονται σε ψυχικά υγιείς ενήλικες. Η Ainsworth κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το στυλ ανατροφής της μητέρας ήταν στενά συνδεδεμένο με το συμπεριφορικό αποτέλεσμα του παιδιού (Ainsworth, 1985a,b; Ainsworth, Blehar, Waters, & Wall, 1978).

Το παιδί σε ρόλο γονέα

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είναι  η ανεπαρκής ή η απουσία γονικής φροντίδας, μπορεί το παιδί να μπει σε ρόλο γονέα, με αποτέλεσμα το παιδί να χάνει την παιδική του ηλικία. Καθώς τα παιδιά δεν μπορούν να εκπληρώσουν επαρκώς τον γονεϊκό ρόλο, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση,  μπορεί να εμφανίσουν κατάθλιψη και άλλα συμπτώματα. Οι ρόλοι του γονέα μπορούν να γίνουν μέρος της ταυτότητας του παιδιού μέσα στην οικογένεια (Byng-Hall, 2002) και εάν το παιδί αυτοπροσδιορίζεται επίσης ως μικρός γονιός μπορεί να αποκτήσει μια ταυτότητα που είναι πιθανό να επικρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, συχνά για όλη του τη ζωή, καθώς έχει μάθει να «φροντίζει τους άλλους». Το παιδί μπορεί στη συνέχεια να περιγραφεί ως γονεοποιημένο, καθώς έχει ενταχθεί μόνιμα στο γονικό υποσύστημα.

Μερικές από τις καταστάσεις που μπορεί να αποτελέσουν ερέθισμα για τα παιδιά, ώστε να αναλάβουν γονικό ρόλο είναι οι εξής:

  1. Απουσία γονέα ή γονέων λόγω θανάτου ή διαζυγίου (Jurkovic et al., 2001) ή λόγω εργασίας.
  2. Δυσλειτουργία ενός γονέα λόγω ψυχικής ασθένειας (Aldridge and Becker, 2003; Gopfert et al., 2004), κατάχρηση ουσιών (Burnett et al., 2006), αναπηρία ή άλλους λόγους που οδηγούν στην αδυναμία ενός γονέα να παράσχει φροντίδα.
  3. Γονείς με ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης ή αμφιθυμικό δεσμό, οι οποίοι στρέφονται στα παιδιά για φροντίδα (Byng-Hall, 2002, 2008).
  4. Η γονεϊκή σύγκρουση ή το διαζύγιο μπορεί να φέρει τα παιδιά σε συγκεκριμένους ρόλους ή μπορεί να γίνουν υποκατάστατοι «σύντροφοι».
  5. Γονείς που υπήρξαν και οι ίδιοι γονεοποιημένα παιδιά, καθώς έχουν προσδοκίες φροντίδας και από τα δικά τους παιδιά (Byng-Hall, 1995a).

Μερικά πιθανά συμπτώματα στην παιδική ηλικία περιλαμβάνουν:

Στρες και άγχος. Η συνεχής υπευθυνότητα πέρα ​​από αυτό που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα παιδί μπορεί να οδηγήσει σε  χρόνιο άγχος.

Σωματικά συμπτώματα. Ένα παιδί μπορεί να παραπονιέται για στομαχόπονους ή πονοκεφάλους που δεν έχουν διαγνωσμένη αιτιολογία.

Διαταραχές στην συμπεριφορά. Μπορεί να εμφανιστούν επιθετικές συμπεριφορές, ακαδημαϊκές δυσκολίες και κοινωνικές προκλήσεις.

Περιορισμένη ανάπτυξη. Τα παιδιά μπορεί να είναι απρόθυμα να λάβουν μέρος στις δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν οι συνομήλικοί τους και μπορεί να μην απολαμβάνουν καν το παιχνίδι.

Οι επιπτώσεις επίσης εμφανίζονται στην εφηβεία και ορισμένα από τα συμπτώματα είναι τα ακόλουθα:

Αδυναμία σύνδεσης των εφήβων που έχουν υπάρξει γονείς-παιδιά  με τα δικά τους συναισθήματα. Ένα παιδί- γονέας  μαθαίνει να αγνοεί τα συναισθήματά του καθώς χρειάζεται να κατανοήσει και να νοιώσει κυρίως τα συναισθήματα των άλλων, προκειμένου να μπορέσει να τους φροντίσει.

Αυτοκατηγορία και ενοχή.

Απώλεια παιδικής ηλικίας. Η αίσθηση ότι έχουν χάσει την παιδική τους ηλικία μπορεί να οδηγήσει στην περίοδο της εφηβείας σε συναισθήματα θυμού, κατάθλιψης  ή απόσυρσης.

Έκφραση μη λειτουργικών συμπεριφορών και acting out όπως λ.χ. χρήση ουσιών ή επιθετικές πράξεις.

Επιπτώσεις της γονεοποίησης  στην ενήλικη ζωή.

Μια βασική επίπτωση, όπως αναφέραμε ενδέχεται να είναι η δημιουργία ανισότιμων σχέσεων στις οποίες το παιδί-γονέας ως ενήλικας μεταφέρει στοιχεία και συναισθήματα από τη σχέση που είχε με τους σημαντικούς άλλους ως παιδί-γονέας. Καθώς ως παιδί δεν έχει ζήσει μια ασφαλή σχέση  και μια ασφαλή προσκόλληση, που θα του έδινε τη δυνατότητα να νοιώσει συναισθηματική ασφάλεια και την αίσθηση ότι είναι σημαντικό, υπάρχει ο  κίνδυνος να μην μπορεί να εμπιστευτεί  τους άλλους ότι θα σχετιστούν μαζί του δίχως να τον παραβιάσουν.

Έτσι μπορεί να δυσκολεύεται να δημιουργήσει στενές σχέσεις ή να αναπαράγει το ρόλο του/της φροντιστή/τριας μέσα σε μια σχέση παραμελώντας τις δικές του/της ανάγκες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα  να νοιώθει ότι οι άλλοι δεν σέβονται τον προσωπικό του χώρο, τον οποίο ο ίδιος αρχικά παραβιάζει καθώς δεν τον προσδιορίζει με σαφήνεια.

Βιβλιογραφία

Byng-Hall, J. (2008). The significance of children fulfilling parental roles: implications for family therapy. The Association for Family Therapy.

Donley, G. M. (1993). Attachment and the Emotional Unit. Fam Proc 32:3-30.

Veterea, A. & Dallos, R. (2008). Systemic therapy and attachment narratives. The Association for Family Therapy.

Πηγές:

Γκότσης Ηλίας, Το παιδί-γονέας, Συνηχήσεις.

Ζουριδάκη Βασιλική

Ψυχολόγος- Εκπ. Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

X