Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου, θα μιλήσουμε για την Αναπτυξιακή Λεκτική Δυσπραξία. Με τον όρο αυτό, αναφερόμαστε σε δυσκολίες, οι οποίες αφορούν στον μηχανισμό της πράξης. Δηλαδή επηρεάζονται ο προγραμματισμός και ο συντονισμός διαδοχικών κινήσεων του σώματος και των στοματοπροσωπικών δομών. Πιο συγκεκριμένα έχουμε να κάνουμε με μια κινητική διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος που δεν επιτρέπει στον εγκέφαλο να δώσει τις κατάλληλες εντολές στους αρθρωτές με σκοπό το παιδί να μπορεί να εκφράσει με λόγια τη σκέψη του.
Πως μπορεί όμως ένας γονέας να “διαβάσει” τα σημάδια της Λεκτικής δυσπραξίας;
Στα μωρά παρατηρείται, καθώς δεν βαβίζουν και καθυστερούν στην εμφάνιση των πρώτων τους λέξεων. Επίσης, έχουν περιορισμένη παραγωγή συμφώνων και αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον συνδυασμό των φωνημάτων. Κάνουν συχνά απλοποίηση λέξεων, απαλείφοντας ή αντικαθιστώντας ήχους. Υπάρχει πιθανότητα να αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη σίτιση.
Τα παιδιά παρουσιάζουν ξεχωριστά χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν την αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία από άλλες διαταραχές ομιλίας. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η ασυνέπεια στα σφάλματα ομιλίας. Σε αντίθεση με τα τυπικά σφάλματα που μπορεί να εμφανιστούν περιστασιακά, τα παιδιά αγωνίζονται να παράγουν σταθερούς ήχους, καθιστώντας την ομιλία τους λιγότερο προβλέψιμη. Παρατηρούνται αταξίες στη ομιλία, οι οποίες δεν οφείλονται σε ηλικιακή ανωριμότητα. Έχουν καλύτερη αντιληπτική ικανότητα όταν η ομιλία προέρχεται από άλλους και όχι από τους ίδιους. Επιπλέον, επηρεάζει τον συντονισμό των μυών της ομιλίας. Το παιδί μπορεί να βρει πρόκληση να σχεδιάσει και να εκτελέσει τις περίπλοκες κινήσεις που απαιτούνται για την ακριβή παραγωγή ομιλίας. Αυτή η δυσκολία στον συντονισμό των κινήσεων της συχνά οδηγεί σε περιορισμένο ρεπερτόριο ήχων ομιλίας, εμποδίζοντας τη συνολική κατανοητότητα της ομιλίας του παιδιού. Δυσκολεύονται να συντονίσουν την κίνηση της γλώσσας, των χειλιών και της κάτω γνάθου. Όσο αυξάνεται το μήκος της πρότασής τους, τόσο πιο δυσνόητη γίνεται η ομιλία τους. Η αναπτυξιακή δυσπραξία του λόγου επηρεάζει ακόμα, την προσωδία – τον ρυθμό, το άγχος και τον τονισμό της ομιλίας. Μπορεί να παρουσιάσουν δυσκολίες στη μετάδοση της φυσικής μουσικότητας της γλώσσας, συμβάλλοντας περαιτέρω στις επικοινωνιακές προκλήσεις.
Αν και δεν υπάρχει ξεκάθαρη θεραπεία για την αναπτυξιακή δυσπραξία του λόγου, η στοχευμένη και εξατομικευμένη λογοθεραπεία παίζει καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση των δεξιοτήτων. Γίνεται χρήση διαφόρων στρατηγικών για να αντιμετωπίσουν τις συγκεκριμένες προκλήσεις που σχετίζονται με την αναπτυξιακή λεκτική δυσπραξία.
Ασκήσεις κινητικής ομιλίας: Αυτές οι ασκήσεις επικεντρώνονται στην ενίσχυση του συντονισμού και του σχεδιασμού των κινήσεων της ομιλίας. Η επαναλαμβανόμενη και στοχευμένη εξάσκηση βοηθά στην ενίσχυση των κινητικών μοτίβων για βελτιωμένη ομιλία.
Phonetic Cueing: Χρησιμοποιούνται οπτικές και απτικές ενδείξεις για να βοηθήσουν το παιδί να παράγει συγκεκριμένους ήχους ομιλίας. Αυτή η τεχνική βοηθά στην ενίσχυση των σωστών σχεδίων κινητήρα για ακριβή άρθρωση.
Εντατική και επαναλαμβανόμενη εξάσκηση: Η συνεπής και συχνή πρακτική είναι απαραίτητη για την οικοδόμηση και την ενίσχυση των νευρικών οδών που είναι υπεύθυνες για την παραγωγή ομιλίας.
Επαυξητική και Εναλλακτική Επικοινωνία: Σε ορισμένες περιπτώσεις, συστήματα εναλλακτικού τρόπου επικοινωνίας, ή νοηματική γλώσσα, μπορεί να εισαχθούν για την υποστήριξη της επικοινωνίας ενώ αναπτύσσονται οι δεξιότητες ομιλίας του παιδιού.
Κύριο μέλημα είναι η βελτίωση της γλωσσικής και επικοινωνιακής ικανότητας των παιδιών με δυσπραξία. Η εντατική θεραπεία και η επανάληψη φαίνονται ως καίριοι παράγοντες για την εδραίωση των νέων δεξιοτήτων. Οι γονείς χρειάζεται να έχουν στο μυαλό τους ότι τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν αργή εξέλιξη στη θεραπεία και έχουν δυσκολίες στη γενίκευση των δεξιοτήτων τους στον αυθόρμητο λόγο. Η γλωσσική και επικοινωνιακή εξέλιξή τους είναι συνήθως πάντα πολύ καλή, εκτός αν υπάρχει συννοσηρότητα της δυσπραξίας με κάποια άλλη αναπτυξιακή δυσλειτουργία. Αυτό υποδηλώνει ότι η προσέγγιση στη θεραπεία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία και τις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού.
Όπως αναφέρουμε πάντα, μια συνεργατική προσέγγιση μεταξύ θεραπευτών, γονέων και εκπαιδευτικών είναι χρήσιμη για τη συνολική ανάπτυξη των παιδιών. Επιπλέον, η παροχή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να αντιμετωπίσουν τυχόν προβλήματα που προκύπτουν από τις δυσκολίες που τους προκαλεί η διαταραχή αυτή.
Κάντζου Δανάη
Λογοθεραπεύτρια- Ειδική παιδαγωγός